- Ακρινό
- Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέσσωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
ακρινός — ακρινός, ή, ό και ακριανός, ή, ό αυτός που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς ή μιας θέσης: Το πιο ακρινό σπίτι στο χωριό ήταν το δικό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόβαθρο — το το ακρινό υποστήριγμα γέφυρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)